Ένα βιβλίο ποίησης ως ήχος και ως αφή. Θέλω να μου μιλήσεις για την ακροαματική εμπειρία της ποίησης και για το κατά πόσο η διαδικασία  αυτή είναι σημαντική, ώστε να μετατοπιστεί το ευκτικό βάρος από το συγγραφέα στον αναγνώστη. 
Αυτό που με ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα τα τελευταία χρόνια είναι η ιδέα της «μετάφρασης». Δεν μιλώ εδώ για τη μεταφραστική διαδικασία με τη στενή έννοια, αλλά για το εξής: πώς μεταφράζεται, αλλά και πώς μεταβαίνει, ένα πράγμα σε κάτι άλλο. Ας πούμε, με γοητεύει η εύθραυστη ισορροπία μεταξύ γραπτού και προφορικού λόγου, η μετάβαση από τον έναν λόγο στον άλλον, αλλά και το κράμα των δύο αυτών λόγων. Μα και το εξής: η επιμονή στην ακροαματική λειτουργία, αλλά και στη συναισθησία. Πώς επεμβαίνει η όραση, η αφή, η ακοή στην αναγνωστική λειτουργία; Πού βρίσκεται το μεταξύ τους; Νομίζω πως τελικά πρόκειται για μια διαδικασία επίγνωσης και κατανόησης της διαφοράς μεταξύ των πραγμάτων. Καταλαβαίνεις ότι εσύ στήνεις γέφυρες, που τελικά προσδοκούν μια επαφή. Αλλά για να ενωθούν αυτά τα μέρη, εσύ –ενώ υπάρχεις– πρέπει να οδηγηθείς σε ένα είδος εξαφάνισης. Εσύ είσαι που τα συνδέει όλα αυτά, ναι. Μα για να συνδεθούν πρέπει να εξαφανιστείς. Ο «μεταφραστής» του κόσμου, ο συγγραφέας, εξαφανίζεται ως σώμα. Είναι μια ιδιοτελής πράξη θυσίας. Λέω «ιδιοτελής», γιατί τελικά, αν τα καταφέρεις, αναδύεσαι ολόκληρος κάπου αλλού: έχεις μεταφραστεί πια εσύ σε κάτι άλλο, γίνεσαι κείμενο.

Αντιλαμβάνομαι όλη την ανθρώπινη κατάσταση σαν μια διαδικασία από επάλληλες μεταφράσεις του ενός προς τον άλλον, από τον έναν στον άλλον, από το ένα κομμάτι μας στο άλλο, από τη μια αισθητηριακή μας αντίληψη στην άλλη. Αλλά αναγνωρίζω ότι μεταξύ αυτών των στοιχείων υπάρχει πάντα ένα απροσμέτρητο κενό, κάτι που λείπει, μια έλλειψη, μια διαφορά, μια απόσταση. Είμαι πια αρκετά σίγουρος ότι κινούμαι σε αυτές τις ακροβατικές ή μεταβατικές διαδικασίες (από τον προφορικό στον γραπτό λόγο και ξανά πίσω, από την ποίηση στην αφή και στην εικόνα), προκειμένου να πω ότι καλό είναι να αποδεχτούμε εκείνο που λείπει, ώστε να φτάσουμε να επανασυνδέσουμε τα πράγματα αλλιώς. Στο «7: ποίηση για video games» εκείνο που λείπει αποτελεί κατ’ ουσίαν συνδετικό υλικό. 
Κάνοντας αυτά τα άλματα από τη μία «νησίδα» στην άλλη, κερδίζεις την ορμή της κίνησης, αλλά και μια αίσθηση επικοινωνίας, κάνοντας και μια ευχή για σύζευξη. Η σύζευξη αυτή μπορεί να έχει στοιχεία μη αγαστής συνεργασίας, δηλαδή να μοιάζει παράξενη, να μην είναι καλά συντονισμένη, να μην κολλά καλά. Δεν πειράζει. Κάπου, στο μεταξύ, στο ανάμεσα, έχεις κερδίσει σε επικοινωνία.
Βέβαια, η ποίηση είναι ένα περίεργο πράγμα. Την αντιλαμβάνομαι όχι μόνο σε σχέση με τις λέξεις. Η ποίηση είναι διαφεύγουσα, είναι και άλεκτη. Δεν περικυκλώνεται εύκολα. Ανήκει κάπου ανάμεσα στις γλώσσες. Η ποίηση δεν έχει ειδικό σώμα. Η ζωγραφική –ας πούμε– σχετίζεται με την όραση, παράγει εικόνα, πίνακα, αντικείμενο. Επίσης, απαιτεί μια αυταπόδεικτη δεξιότητα το να είσαι ζωγράφος. Η γλυπτική παραπέμπει στην όραση, στον χώρο, στην αφή. Η μουσική δημιουργεί την απόλυτη, αντιμιμητική αφαίρεση, και χειρίζεται μία εντελώς άλλη γλώσσα. Αλλά η ποίηση –που στην καλή της εκδοχή είναι και αυτή ακρόαμα, ήχος, είδος μουσικής– είναι μεν φτιαγμένη από λέξεις, αλλά και εγκλωβίζεται στις λέξεις, καθώς και στο ήδη φθαρμένο από τη χρήση νόημά τους. Η ποίηση –και γενικά η λογοτεχνία– είναι η μόνη τέχνη που είναι βασισμένη σε κάτι που χρησιμοποιούμε σχεδόν όλοι στην καθημερινότητα: τις λέξεις. Δεν ζωγραφίζουμε όλοι καλά, δεν τραγουδάμε όλοι καλά. Αλλά σχεδόν όλοι μαθαίνουμε να μιλούμε με λέξεις. Είναι συνεπώς μια τέχνη που εύκολα μπορεί να παρεξηγηθεί ως εύκολη ή δεδομένη. Εξού και οι περισσότεροι γράφουμε ποίηση κάποια στιγμή στη ζωή μας. Αλλά εκείνο που κάνει την ποίηση ποίηση είναι το «ανάμεσα» στις λέξεις και στα πράγματα. Δηλαδή, το συντακτικό. Από κει και πέρα, ανοίγεται ένα πελώριο, αχανές πεδίο έρευνας, συσχετισμών. Πάντως, αν δεν αντιμετωπίσουμε την ποίηση ως σώμα, αν δεν προσπαθήσουμε να την κάνουμε να μεταβεί από κάτι σε κάτι άλλο, τότε δεν είναι τέχνη. Δεν το λέω αυστηρά. Απλά, συνήθως, αυτό που το ευρύτερο κοινό θεωρεί ποίηση ξεκινά από τον εαυτό και καταλήγει πάλι στον εαυτό. Στο υποκείμενο που τη γράφει, στα έσω συναισθήματα που με τις λέξεις γίνονται εξωτερικευμένος συναισθηματισμός. Αλλά αυτό δεν είναι τέχνη, αφού δεν στήνει καμιά γέφυρα προς καμιά ετερότητα. Δεν βλέπω την τέχνη ούτε ως εξομολογητήριο ούτε ως αυτιστική δίοδο αυτοέκφρασης.
Ίσως, να είναι και αυτός ένας λόγος για να αρχίζει να αντιμετωπίζει κανείς την ποίηση και εξωλεκτικά. Συνενώνοντας οπτικά, απτικά, θεαματικά, παραστασιακά γεγονότα. Είναι ο τρόπος μου για να πω πως η ποίηση δεν ανήκει τόσο σε αυτό που λέγεται, αλλά στις γέφυρες που στήνεις. 
Το «7» είναι μία χειρονομία προς την ποίηση. Και με ενδιαφέρει πολύ να μιλάω για μια ποιητική χειρονομία. Από τον Μπέκετ και εξής έχουμε πλέον εμπεδώσει πως «οι λέξεις φθίνουν» Τι είναι αυτό που παράγει την ποίηση στον Μπέκετ; Δεν είναι οι λέξεις. Είναι περισσότερο η σιωπή. Είναι οι παύσεις. Είναι εκείνο που χάνεται, εκείνο που δεν λέγεται. Είναι το σώμα επί σκηνής, που εκφέρει λέξεις τετριμμένες. Κάπου στο μεταξύ γεννιέται η αίσθηση ενός άλλου ποιητικού δέους. 
Κάτι διαφορετικό, αλλά εξίσου χρήσιμο για μένα, αναγνωρίζω και στο σινεμά, και γενικά στις τέχνες οι οποίες παράγουν δραματουργία χρησιμοποιώντας το μοντάζ. Έχω την αίσθηση ότι κάπου στη συνένωση, στο κόψιμο και στο ένωμα παράγεται η ποίηση. Οι λέξεις είναι ακόμη ένα όχημα για αυτήν. Όχι το μόνο. Γιατί οι λέξεις στην ποίηση κινδυνεύουν πολύ –σήμερα το βλέπω αρκετά έντονα αυτό– να είναι είτε ωραίες και διακοσμητικές είτε πολύ «άσχημες», ώστε να καταστούν –νομίζουμε– έντονες, δραστικές. Και τα δύο είναι μια μάσκα. Τα τελευταία χρόνια προσπαθώ να ηρεμήσω το λόγο μου και η ποίηση να προκύπτει και από άλλους δρόμους.
Τα Video-games της καθημερινότητας συνδυάζουν πολλά: ήχο, εικόνα, περσόνες, ανθρώπους που ταυτίζονται με αυτές. Πώς εισήγαγες το παραπάνω μοτίβο ψηφιακής ζωής στο νέο σου βιβλίο «7: Ποίηση για Video Games» και σε επτά διαφορετικές γραμματοσειρές;
Όταν άκουσα τον τίτλο μέσα μου –γιατί αυτό συνέβη–, ήμουν ένας άνθρωπος που δεν είχε παίξει video-games σχεδόν ποτέ. Παρόλα αυτά, μου προκάλεσε ένα ποιητικό κλικ, γιατί συνόψιζε κάτι που ήθελα χρόνια να πω, αλλά και κάτι άγνωστό μου ακόμη. Τι ήταν το κλικ όμως που μου συνέβη; Καταρχήν, η ιδέα του παιχνιδιού. Τόσο απλά. Η ζωή είναι ένα παιχνίδι αλληλοδιεκδικήσεων, επίδρασης, αληθειών, αποκρύψεων, ρόλων, αντιμεταχωρήσεων.
Επίσης, την εποχή εκείνη ήμουν πολύ γοητευμένος από τη «θεωρία της μορφής» του Βίτολντ Γκόμπροβιτς. Μια εμπράγματη θεωρία υπαρξιστικής λογικής για το «εμείς» και οι «άλλοι», η οποία είναι φανερή στο έργο του από το «Φερντυντούρκε» μέχρι και το «Κόσμος». Πάνω κάτω λέει πως το πρόσωπό μας είναι μια μάσκα, και κάθε μορφή πίεσης που ασκεί ο ένας στον άλλον –εσωτερική, ψυχολογική– παραμορφώνει το περιεχόμενο αυτής της μάσκας σε τέτοιο βαθμό, που αν κανείς μάς κοιτάξει χωρίς τη μάσκα θα αντικρίσει έναν μαλακό, παραμορφωμένο, τερατώδη πηλό. Η μάσκα είναι κοινωνική. Αποκρύπτει το μέσα χάος των επιδράσεων και παραμορφώσεων. Το θέμα είναι πως από ένα σημείο και μετά δεν υπάρχει πια διάκριση μεταξύ περιεχομένου και περιέχοντος. Εύκολα, η μάσκα γίνεται «πραγματικότερη» του έσω πηλού. Ο Γκόμπροβιτς, ως Πολωνός, είχε βέβαια πολύ πιο έντονα βιωμένη μέσα του την αίσθηση του γκροτέσκ. Στην Ελλάδα, μία τέτοια τάση κρίνεται από την πιο συντηρητική κριτική σχεδόν ως «ανθελληνική». Μεγάλο ζήτημα, βέβαια, το τι θεωρείται σήμερα «ελληνικό»... Αλλά το πήγα αλλού...
Τι κάνουμε, λοιπόν, ο ένας στον άλλον; «Πινγκ-πονγκ». Έτσι το ονομάζει. Σε χτυπώ, με χτυπάς, ένα επικίνδυνο θέατρο σκιών. Η ανωτερότητα και η κατωτερότητα στον Γκόμπροβιτς αγωνίζονται να συνυπάρξουν με διαρκείς αντιμεταχωρήσεις. Στα έργα του, τα πρόσωπα μοιάζουν να έχουν δέκα μάσκες, τη μια πάνω στην άλλη. Είναι φλούδες προσώπου. Όλες αποκρύπτουν το μέσα, τον αυθεντικό χυλό μας, που δεν είναι παρά ένας σάκος του μποξ.
Μέσα από μια δική μου ποιητική αναγωγή, άρχισα να σκέφτομαι τι είναι ορατό, τι κρύβεται, πού είναι η ανταλλαγή, ποιος κάνει πινγκ, ποιος πονγκ. Είμαστε, άραγε, σήμερα video games ο ένας για τον άλλον. Κλειστές αυτο-υπάρξεις που κοιτιούνται από μακριά, πειράζοντας λιγάκι ο ένας το «λογισμικό» του άλλου; Και πώς θα γίνει να μην προκύψει βραχυκύκλωμα;
Στα «πραγματικά» video games επιδράς πάνω σε κάτι, σε μια ψηφιακή πραγματικότητα, αλλάζεις levels, προχωράς και δεν έχεις αλλάξει τίποτα στη ζωή σου φανερά. Ίσα-ίσα έχεις ζήσει φαντασιωσικά σενάρια από κάτι άλλο αλλού, την ώρα που υποδύεσαι ότι είσαι κάποιος άλλος. Μπροστά σου είναι ένας αντίπαλος, που εν τέλει είναι ο εαυτός σου. Εκεί μέσα, αλληλεπιδρούμε με κάτι έξω από εμάς, αλλά και με κομμάτια του εαυτού μας, διαμέσου ενός χάσματος. Σε πρώτο επίπεδο, λοιπόν, μιλώ ξανά, και σε αυτό το βιβλίο, για την αποξένωση, τις διαχωρισμένες μονάδες ή τα μέρη ενός υποθετικού όλου.
Αλλά στα video-games με ελκύουν πολύ και δύο πράγματα ακόμη. Το ένα είναι ο ρόλος των προσωπείων και της εμψύχωσης: ότι εσύ παίζεις μέσα από αυτά και αναλαμβάνεις ένα ρόλο. Το δεύτερο είναι ότι πολλά από αυτά τα παιχνίδια είναι ατερμάτιστα, δεν τελειώνουν ποτέ, και άρα ο ρόλος που αναλαμβάνεις μέσα τους εξασφαλίζει φαντασιακά ένα αίτημα αθανασίας.
Η σχέση ενός ανθρώπου με ένα video-game είναι μια πραγματικότητα σημερινή που με ενθουσιάζει δραματουργικά, γιατί ο τρόπος που παίζουμε αυτά τα παιχνίδια είναι πολύ περισσότερα από αυτό που φαίνεται – είναι μία αναλογία για το τι ακριβώς κάνουμε ήδη (ή μπορεί να κάνουμε στο μέλλον) στη ζωή μας. Όλο αυτό μοιάζει πια να είναι πολύ κοντά στην πραγματική ζωή και τις πολλαπλές πραγματικότητές της. 
Κατά βάθος, πάντως, η ιδέα των video games μέσα στο βιβλίο μου είναι ένας αποπλανητικός μηχανισμός. Κοιτάζω κάτι που δεν το σκέφτεσαι εύκολα ως συνδεόμενο με την ποίηση, και το εξετάζω ως ένα ποιητικό γεγονός. Προσέχω, μάλιστα, ώστε το τελικό βιβλίο να δημιουργεί στον αναγνώστη ένα είδος ανασφάλειας, ώστε να μπορέσει ο ίδιος να γεμίσει τα κενά, και να χρειαστεί –αν το θελήσει, αν το επιτρέψει– να μεταπηδήσει σε μία ετερότητα. 
Όσο για τις επτά γραμματοσειρές που υπάρχουν εδώ μέσα, θέλησα το βιβλίο αυτό να είναι ταυτόχρονα και μία τυπογραφική performance. Δεν είναι απαραίτητο κάποιος αναγνώστης να τις αποκρυπτογραφήσει απολύτως. Η κάθε γραμματοσειρά αντιστοιχεί σε έναν ρόλο, δηλαδή σε μία κάθε φορά άλλη φωνή. Σε περιπτώσεις, η μια φωνή σβήνει μαλακά μέσα στην άλλη – όπως και στη ζωή. Μέσα στο «7» κατοικούν όντα, που άλλοτε μοιάζουν πραγματικά και άλλοτε όχι. Επιπλέον, υπάρχει μια πρόταση δραματουργίας: το βιβλίο κινείται από μία πύκνωση προς μια σταδιακή εξάρθρωση και ανασυγκρότηση αλλού, σε ένα επίπεδο συμφιλίωσης με την πολλαπλότητα. 
Άλλωστε, στην ίδια τη ζωή μας μπαίνουμε από πολλές εισόδους, βγαίνουμε από πολλές εξόδους, τα πράγματα λειτουργούν συμπλεκτικά, ποτέ διαζευκτικά. Ας δούμε, λοιπόν, αν υπάρχει τρόπος να υπάρξει ένα «μαζί», μια συμπόρευση. Κατά πρώτον εμείς με τα προσωπεία μας, κατά δεύτερον εγώ με εσένα, κατά τρίτον εμείς μαζί, έστω και ημίνεκροι, έστω και τεμαχισμένοι.
Λες πως σε κάθε βιβλίο σου εξετάζεις τη σχέση σου με έναν αριθμό; Τι επιδιώκεις μέσα από αυτήν τη διαδικασία; Αποτελεί όλο αυτό μια προβολή της άποψης περί συγγραφέα-δημιουργού στο έργο σου; 
Υποθέτω ότι έχω έναν φόβο προς το χάος. Επομένως, μια προσπάθεια να ελέγξεις το χάος, ακόμα και να το οργανώσεις, είναι ευκταία. Γιατί όχι; Δεν το είχα σχεδιάσει, είναι κάτι που προέκυψε, και τώρα πια υπακούω σε αυτό που προέκυψε. Όταν έγραψα το πρώτο μου βιβλίο, «Υπνωτήριο – Εννιά νυχτικές παραβολές», σκεφτόμουν πως το εννιά είναι μαγικός αριθμός σε κάποια παραμύθια που αγαπούσα. Το «Σπίτι από Πάγο Όλο: 11 διπλές ή τριπλές ιστορίες», το δεύτερο βιβλίο μου, εξέταζε την ιδέα της μονάδας, μιλώντας με υπερένταση για ανθρώπους κατάφωρα μόνους. Το «Τριαντατρία» μού επιβεβαίωσε ότι θέλω να μιλώ με αριθμούς. Νομίζεις πως έτσι περικυκλώνεις ένα φαινόμενο, νιώθεις δημιουργός ενός κόσμου. Μου λείπουν ακόμη το 8, το 5, το 2 και το δύσκολο 0. Νομίζω, όμως, ότι το 0 το έχω βρει, και πιθανόν να είναι το επόμενο ποιητικό βιβλίο που θα γράψω...
Αλλά και ολόκληρο το «7» χειρίζεται υπογείως ζητήματα δημιουργού και δημιουργήματος στην ίδια την καλλιτεχνική διαδικασία. Ποιός μας δημιουργεί; Ποιός Υπολογιστής νους; Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο ποιητής δημιουργεί το ποίημα, αλλά και το ποίημα είναι δημιουργός για τον ίδιον τον ποιητή, αλλά και για κάποιον άλλον μετά. Ας μη γελιόμαστε, είμαστε όλοι δημιουργοί. Eίμαστε ταυτόχρονα θεοί και αθύρματα, υψηλόφρονες και σούργελα, ελεγκτές και ελεγχόμενοι.
Έχεις συνενώσει διαφορετικές περσόνες μέσα στο «7», ενταγμένες σε ένα σύμπαν που διακηρύττει ελευθερία των εαυτών που κουβαλάμε εντός μας.  Τελικά η ελευθερία έχει χαρακτήρα υβριδικό;
Όλα είναι μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στην αποστασιοποίηση και στην εμπλοκή. Δεν παίρνεις ποτέ ακριβώς απόσταση, γιατί ακόμα και σωματικά είσαι ο φορέας. Σωματικά είσαι ένας. Ο ενοποιητικός παράγοντας των ψυχικών ρευστών είναι το σώμα. Δεν είσαι δύο σώματα. Από κει και πέρα, στην τέχνη, αν κατευθύνεις αυτά τα υλικά σε διάφορες εκδοχές του ενιαίου, καταφέρνεις να αποκτήσεις αντίληψη ενός χώρου. Κοιτάζεις από απέναντι τα πράγματα, τα αναγνωρίζεις, αντιλαμβάνεσαι τα στοιχεία που σε περιέχουν και τα στοιχεία που εσύ εμπεριέχεις. Η απόσταση σε διευκολύνει να τα δεις. 
Αν είσαι κολλημένος πάνω στον πόνο, στο συναίσθημα, δεν μπορείς να αντιληφθείς εύκολα την δίπλα ποιότητα. Αν όμως μετατοπιστείς έστω και λίγο, αρχίζεις και αναγνωρίζεις τα κομμάτια. Στην φάση που είμαι, η απόσταση αυτή δεν συνιστά λόγο αποξένωσης. Αντίθετα, το βιβλίο αυτό, εκτός από μια διακήρυξη ελευθερίας και μια ευχή για το «μαζί», είναι και μια επίγνωση του γεγονότος ότι μπορώ πια να κοιτώ κάπως τον εαυτό μου και από μακριά. Τελικά, η απόσταση σε βοηθά να δεις το «βιντεοπαιχνίδι» της ψυχής σου. 
Άρα αυτό το βιβλίο είναι ένας χώρος, όπου για πρώτη φορά τα υλικά μου, τα ψυχικά μου ρευστά, τα τοποθετώ μπροστά μου, τα κοιτώ και παίζω μαζί τους σαν να ήταν video-game. Σε όλο αυτό ενυπάρχει και μοναξιά, αποξένωση, αλλά και αναγνώριση, κατανόηση. Το «μέσα» σχηματοποιείται σε μια πασαρέλα εκδοχών, σε μια διαδοχή όπου τα κοιτώ, τα αναγνωρίζω, τα επανατοποθετώ. Υπό μία έννοια, λοιπόν, το «7» είναι και ένα ψυχαναλυτικό βιβλίο.
Αλλά τα βιβλία, εν τέλει, είναι πάντα μια ευχή επίτευξης και συνένωσης. Το κάθε βιβλίο είναι ο χάρτης ενός τόπου σου. Τα πρώτα σου βιβλία είναι συνήθως οι χάρτες της πρωτεύουσας και των μεγάλων πόλεών σου. Αργότερα, μαθαίνεις να χαρτογραφείς από ψηλά μεγαλύτερη έκταση της χώρας σου. Τότε, καταλαβαίνεις ότι η χώρα σου δεν είναι ίδια με τη χώρα του διπλανού σου, του άλλου ανθρώπου, ωστόσο μοιάζει αρκετά. Άσε που όσο λιγότερο η χώρα σου μοιάζει με τη χώρα του διπλανού σου, αυτή η διαφορά είναι εκείνο που σας ενώνει.

◀ Διαβάστε το πρώτο μέρος της συνέντευξης.
▲ Οι φωτογραφίες από τον Πάνο Μιχαήλ.
▶ Η φωτογράφιση έγινε στο Vortex Studio (Ιθάκης 24, Αθήνα).

Βασίλης Αμανατίδης
Ο Βασίλης Αμανατίδης γεννήθηκε στην Έδεσσα το 1970. Μεγάλωσε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έκανε μεταπτυχιακό και εκπονεί το διδακτορικό του στην ιστορία της τέχνης. Δίδαξε ιστορία της τέχνης στη Δραματική Σχολή του Κ.Θ.Β.Ε., εργάζεται ως επιμελητής στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης και συνεργάζεται ως μεταφραστής με εκδοτικούς οίκους. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1991, δημοσιεύοντας ποίηση στο περιοδικό "Εντευκτήριο". Στο ίδιο περιοδικό έχει δημοσιεύσει ποίηση, διηγήματα, θεατρικούς μονολόγους, μικρά δοκίμια και κριτική, σχόλια για τις εικαστικές τέχνες και τη λογοτεχνία, καθώς και μεταφράσεις. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί και στα περιοδικά "Ποίηση", "Η Λέξη", "Οδός Πανός", "Να Ένα Μήλο", "Μπιλιέτο", "Μανδραγόρας", "Το Δέντρο", "Ο Παρατηρητής", "Hellenic Quarterly", "Δέλεαρ", "Αντί", καθώς και στις εφημερίδες "Αυγή" και "Καθημερινή". Μετέφρασε από τα αγγλικά την ποιητική συλλογή του Γιάννη Γκούμα "Λίγο πριν τα μεσάνυχτα" (Μπιλιέτο, 2003) καθώς και τα βιβλία: "Σαγκάλ" της Μονικα Μπομ Ντούχεν και "Το κορίτσι με το τατουάζ" της Τζόις Κάρολ Όουτς (μυθιστόρημα) για τις εκδόσεις Καστανιώτη. Έχει εκδώσει πέντε βιβλία με ποιήματα: "Υπνωτήριο & εννιά νυχτικές παραβολές" (Εκδόσεις Εντευκτηρίου, 1999), "Σπίτι από πάγο όλο" (Κέδρος, 2001), "Τριαντατρία" (Γαβριηλίδης, 2003), "Καλοκαίρι στο σπίτι + έξι αποδείξεις ικανοτήτων" (Το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, τ. 43-44, 2004), "4-D: ποιήματα τεσσάρων διαστάσεων" (Γαβριηλίδης, 2006). Το 2005 κυκλοφόρησε τη συλλογή διηγημάτων "Μη με φας" και το 2007 το "Ο σκύλος της Χάρυβδης". Ένα θεατρικό του έργο και μια σύνθεση κειμένων του έχουν ανέβει στη Θεσσαλονίκη. Μεταφράζει από τα αγγλικά πεζογραφία και ποίηση (Isaac Bashevis Singer, Joyce Carol Oates, Anne Carson κ.ά.). Κείμενά του μεταφράστηκαν σε ανθολογίες και περιοδικά σε Αμερική, Καναδά, Αγγλία, Σουηδία, Ιταλία και Γαλλία, ενώ στα ρωσικά εκδόθηκε δίγλωσση ανθολογία ποιημάτων του με τίτλο "Ο λαγός και η εξοχή" (Stella Art Foundation 2008). Έχει συμμετάσχει σε ποιητικές αναγνώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, παρουσιάζοντας ως performer τα κείμενά του στο κοινό (Karaoke poetry bar - 1η Μπιενάλε Αθήνας 2006, 53η Μπιενάλε της Βενετίας 2009 κ.ά.)