Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

H έννοια του εαυτού στη μετανεωτερικότητα από την Ψυχολόγο Δήμητρα Σταύρου



Τετάρτη, 7 ΔεΑποτέλεσμα εικόνας για εαυτός

(Ένα παλιό κείμενο του 2002 που ανασύρθηκε από το χρονοντούλαπο. Κάτι που θα άλλαζα σήμερα θα ήταν η αντικατάσταση του όρου "μεταμοντέρνο" από αυτόν "μετανεωτερικό", καθώς τον πρώτο τον χρησιμοποιούμε κυρίως για να ορίσουμε την τέχνη αυτής της περιόδου)...



Εισαγωγή

Η έννοια της ταυτότητας έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης και στοχασμού από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Ειδωμένη από μια μακροκοινωνική σκοπιά, η έννοια της ταυτότητας, όπως και κάθε άλλη έννοια εξάλλου, μεταλλάσσεται και είναι απόλυτα εξαρτημένη από την εκάστοτε κοινωνικοιστορική περίοδο, μέσα στην οποία εξετάζεται.
Το ίδιο το άτομο, ως το προϊόν μιας κοινωνικοιστορικής κατάστασης, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα αυτόνομο και αυτοκαθορισμένο ον. Υπό αυτήν την έννοια, το άτομο μετονομάζεται σε κοινωνικό υποκείμενο, που υπόκειται στις ιδιαιτερότητες της κουλτούρας μέσα στην οποία υπάρχει.
Για τον Devereux (1970) ήδη πριν από την γέννησή του το παιδί έχει φαντασιωθεί, ονειρευτεί μέσα στα πλαίσια ενός πολιτισμού που ενέπνευσε τους γονείς και το περιβάλλον σ’αυτά τα όνειρα και προσδοκίες. «Η κουλτούρα δεν σημαίνει μόνο τα άτομα που επιδρούν πάνω σε άλλα άτομα, υπάρχει μια ψυχολογική διαδικασία πραγμάτωσης της κουλτούρας, κι είναι αυτή η πραγματωμένη κουλτούρα που ασκεί επιρροή στα πρόσωπα ως μια παράμετρος της προσωπικότητάς του καθένα»
Για τον Devereux λοιπόν η κουλτούρα δίνει ένα γενικό πλαίσιο σκέψεων και επιθυμιών, του ασυνειδήτου και των λειτουργιών του Εγώ, με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι αδύνατο να φανταστούμε τις ταυτότητες έξω από ένα πολιτισμικό πλαίσιο.
Μέσα σ’αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, τα διαφορετικά προσωπεία της ταυτότητας δεν αποτελούν μόνο μια αναπαράσταση του εαυτού, αλλά απλώνονται στο σύνολο του είναι του ατόμου, τους τρόπους που υπάρχει, τις ερμηνείες που κάνει, ακόμη και τις αποκλίσεις από τους κανόνες (που εκφράζονται σύμφωνα με ένα σύνολο πιθανοτήτων προσφερομένων από την κουλτούρα).
Σκοπεύουμε να επικεντρωθούμε λοιπόν, στις έννοιες του εαυτού και της ταυτότητας όπως διαμορφώνονται μέσα στο πλαίσιο της μετανεωτερικότητας, όπως αυτή διαμορφώθηκε κυρίως από την δεκαετία του ’80 ως τις μέρες μας.
Οι κοινωνικοπολιτικές και τεχνολογικές αλλαγές που σημάδεψαν αυτές τις δύο δεκαετίες ήταν ραγδαίες και άλλαξαν εντελώς την σκηνή του κόσμου.
Η βασικότερη πολιτική αλλαγή που σημάδεψε την δεκαετία του ’80 ήταν η κατάρρευση των Σοβιετικού τύπου σοσιαλιστικών δημοκρατιών, που είχε ως αποτέλεσμα την απόλυτη επικράτηση του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Η πτώση του τείχους του Βερολίνου που ακολούθησε τρία χρόνια μετά την ιστορική «Περεστρόικα» θα μπορούσε να αποτελεί ένα συμβολικό γεγονός της ενοποίησης του Δυτικού και Ανατολικού κόσμου και το τέλος του ψυχρού πολέμου δια παντός. Ο χάρτης της Ευρώπης άλλαξε μορφή και η εποχή της παγκοσμιοποίησης (του φιλελευθερισμού) έχει, και πολιτικά, ξεκινήσει.
Παράλληλα με τις πολιτικές αλλαγές, η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας της επικοινωνίας και της πληροφορίας διαμορφώνει νέες συνθήκες στην καθημερινότητα των περισσότερων δυτικών ανθρώπων. Η εμφάνιση των νέων τεχνολογιών, και κυρίως του διαδικτύου, είναι καθοριστικής σημασίας γιατί επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην αντίληψη. Ο χώρος απογεωγραφικοποιείται. Η αλλαγή της έννοιας του τόπου συμπαρασύρει και την έννοια του χρόνου, βάση της θεωρίας του Αινστάιν. Έχουμε ολοένα και περισσότερο την αίσθηση ότι ο χρόνος τρέχει πιο γρήγορα. Είναι φυσικό, ότι αλλαγές στο επίπεδο της αντίληψης του χωροχρόνου να επιφέρουν κι αλλαγές στην αντίληψη του εαυτού και της ταυτότητας. Ο «χώρος» του διαδικτύου, κατάμεστος από μεταφορές, επιφέρει επανάσταση. Κι αυτό γιατί, όπως λέει ο Baudrillard “η επανάσταση θα είναι συμβολική ή δεν θα είναι καθόλου” .
Νέες επιστημονικές θεωρίες εμφανίζονται, όπως η θεωρία του Χάους, ταράζοντας τα νερά στον κόσμο των θετικών επιστημών, ανατρέποντας παλαιότερες θεωρίες και επηρεάζοντας ακόμη και τις κοινωνικές επιστήμες.
Η γενετική και βιολογία, είναι οι επιστήμες που καθορίζουν τις εξελίξεις στο τέλος του 20ου αιώνα. Η πρώτη επιτυχημένη, σε μεγάλο βαθμό κλωνοποίηση ζωντανού οργανισμού, φαίνεται να σπάει τα όρια μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Ο άνθρωπος, μετά από την βόμβα της Χιροσίμα είχε πια την γνώση ότι είναι σε θέση να καταστρέψει την ανθρωπότητα. Τώρα, μπορεί και να την δημιουργήσει (σε φαντασιακό επίπεδο).
Ταυτόχρονα, η σύνδεση της μηχανής και του σώματος είναι γεγονός. Το κυβερνοσώμα εμφανίζεται με διάφορες μορφές τόσο στην ιατρική, όσο και σε πειραματισμούς που πηγάζουν από την επιθυμία της υπέρβασης των ορίων της ανθρώπινης φύσης .
Οι πλαστικές εγχειρήσεις δίνουν την δυνατότητα της μεταμόρφωσης αλλά ακόμη και της αλλαγής του φύλου, κατά βούληση.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, εμφανίζεται ο μεταμοντερνισμός ως έκφραση αυτής της κατάστασης. Η ίδια η έννοια του μεταμοντέρνου είναι μια περίπλοκη και αμφιλεγόμενη έννοια που θα επιχειρήσουμε να ορίσουμε συνοπτικά, αντλώντας τους ορισμούς από την βιβλιογραφία.
Καταρχήν θα πρέπει να τονίσουμε ότι είναι μια έννοια που αφορά κυρίως στην δυτική κουλτούρα και ιδιαίτερα στην κουλτούρα των δυτικών πόλεων.
Η μεταμοντέρνα εποχή αναφέρεται σε ένα διάλειμμα της μοντέρνας ή σαν συνέχειά της , αφού το «μετά» αναφέρεται στο μοντέρνο. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, το μεταμοντέρνο, ή ο μεταμοντερνισμός μπορεί να αναφέρονται σε διαφορετικά πεδία (από την φιλοσοφία, ανθρωπολογία ως την γεωγραφία και την ιστορία τέχνης).
Για τον Glen Ward ο μεταμοντερνισμός μπορεί να είναι:
• Η παρούσα κοινωνικοιστορική κατάσταση
• Η ιδεολογία που προσπαθεί να εξηγήσει αυτήν την κοινωνική κατάσταση
• Ένα καλλιτεχνικό στυλ, ή άποψη
• Ένας όρος που χρησιμοποιείται σε διαφορετικά πλαίσια για να καλύψει διαφορετικές απόψεις για τα παραπάνω
Ο όρος χρησιμοποιείται για πρώτη φορά κατά την δεκαετία του 1870 από τον Εγγλέζο ζωγράφο John Watkins Chapman, για να χαρακτηρίσει τη νέα μετά-ιμπρεσσιονιστική ζωγραφική.
Με την έννοια που χρησιμοποιείται σήμερα ο όρος επανακαθορίστηκε από την Γαλλική διανόηση κατά την δεκαετία του ’80 κυρίως.
Για τον κοινωνιολόγο Baudrillard ( ο βασικότερος, ίσως, θεωρητικός εκπρόσωπος του μεταμοντερνισμού), το μεταμοντέρνο αναφέρεται στην περιγραφή ετερόκλητων αξιών, συμβόλων και εικόνων που εμφανίζονται ως ένα ενοποιημένο σύστημα.
Κυνικότερος είναι ο ορισμός από τον Jacques Attali: “Mία λέξη-βαλίτσα για να περιγράψει το μέλλον, χωρίς να παίρνει το ρίσκο της πρόγνωσης” .
Την έννοια του εαυτού (self) θα την θεωρήσουμε ως μια πλατιά έννοια που σύμφωνα με την ψυχαναλυτική ορολογία και κυρίως την Γιουγκιανή, περιλαμβάνει τις έννοιες του Εγώ, του Αυτό, και του Υπερεγώ. Ως τέτοια σκοπεύουμε να την εξετάσουμε.
Η έννοια της ταυτότητας αναφέρεται κυρίως στην διαδικασία της διαμόρφωσης του εαυτού. «Η ταυτότητα δεν νοείται ως κατάσταση αλλά ως δυναμική...»
Σκοπεύουμε να μελετήσουμε το θέμα μας ξεκινώντας από το πώς διαμορφώνεται η έννοια του εαυτού μέσα στις εκάστοτε κοινωνικοιστορικές συνθήκες, για να περάσουμε στην περιγραφή της μεταμοντέρνας κατάστασης και να εντάξουμε μέσα σ’αυτήν την συνθήκη τα βασικά χαρακτηριστικά του «σύγχρονου» εαυτού. Θα ολοκληρώσουμε την προσπάθεια αυτή με θεωρητικές αναφορές από διαφορετικά πεδία όπως την κοινωνιολογία, την φιλοσοφία αλλά και την ψυχανάλυση, επιχειρώντας να εντάξουμε τα χαρακτηριστικά του μεταμοντέρνου εαυτού σε ένα πλαίσιο κατανόησης.


Η έννοια του εαυτού από τον μεσαίωνα ως σήμερα

Θα ξεκινήσουμε αυτήν την περιγραφή από την ιδέα των White και Hellerich ότι ο εαυτός είναι ένας φορέας κουλτούρας. Ως τέτοιος, μεταλλάσσεται ανάλογα με τις κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες και είναι πρωταρχικά κοινωνικός.
Ο Foucault, στην «Ιστορία της σεξουαλικότητας» αναφέρεται στις επιρροές του Χριστιανισμού στην αντίληψη του εαυτού. Υποστηρίζει ότι στον προ-Χριστιανικό κόσμο ευνοούταν η διαμόρφωση του εαυτού από την αυτοδιάθεση του ατόμου. Η Χριστιανική ηθική επέβαλε στα άτομα τον αυτοέλεγχο αλλά ταυτόχρονα και απαγορεύσεις και περιορισμούς με αποτέλεσμα τον κοινωνικό καθορισμό της ταυτότητας βάση της νέας αυτής ηθικής.
Σύμφωνα με τον Glen Ward (1997), στον μεσαιωνικό κόσμο, η ταυτότητα είναι κοινωνική αλλά δεν βασίζεται σε αμφιβολίες ή συγκρούσεις. Η προσωπική ταυτότητα είναι σταθερή, επειδή είναι προκαθορισμένη και οριοθετημένη από τους μύθους αλλά και από το προκαθορισμένο σύστημα ρόλων.
Η ηλικιακή ομάδα ήταν βασικό κριτήριο ταξινόμησης. Οι άνθρωποι, λόγω έλλειψης μέσων, δεν μετακινούνταν συχνά. Έτσι, η ταυτότητα διαμορφωνόταν σε ένα περιορισμένο σύμπαν, και βάση συγκεκριμένης οπτικής.
Η ταυτότητα δεν εμφανιζόταν ως επιλογή, ο καθένας είχε την συγκεκριμένη θέση του στον κόσμο.
Για τον D. Riesman (1950) η ταυτότητα του μεσαιωνικού ανθρώπου καθορίζεται από τις παραδόσεις της περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένης οικογένειας. Σ’αυτόν τον τύπο
παραδοσιακών κοινωνιών, ο συγγραφέας εντάσσει, πέρα από τους λαούς της προκαπιταλιστικής Ευρώπης, και τους Ινδιάνους Χόπι, τους Ζουλού, τους Κινέζους, τους Άραβες της Βόρειας Αφρικής κ.ά., δηλαδή, κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από μια αργή εξέλιξη και μια κοινωνική δομή που στηρίζεται στους ισχυρούς δεσμούς της οικογένειας. Η ανάγκη ενός κοινωνικού χαρακτήρα καθαρά εξατομικευμένου είναι ελάχιστη.
Ο Διαφωτισμός ήρθε να ταράξει τα νερά και επέφερε κρίση στην έννοια της ταυτότητας. Η άνθηση του εμπορίου, oι διαρκείς μετακινήσεις πληθυσμών, η συσσώρευση του κεφαλαίου και η επέκταση της παραγωγής των αγαθών δημιουργούν μία νέα κοινωνική δομή.
Όπως και στις παραδοσιακές κοινωνίες, η προσωπική ταυτότητα παρέμενε ετεροκαθορισμένη από την κοινότητα, αλλά, σύμφωνα με τον Riesman, αρχίζει το άτομο να αναπτύσσει έναν μηχανισμό αυτοκαθορισμού. Στοιχεία της ταυτότητας όπως η σταθερότητα, παρέμειναν ως κάποιον βαθμό, αλλά οι προσανατολισμοί και οι επιρροές άρχισαν να πληθαίνουν. Οι μοντέρνοι καιροί πολλαπλασίασαν τους κοινωνικούς ρόλους. Αρχίζει να διαφαίνεται η δυνατότητα επιλογής της προσωπικής ταυτότητας. Ο βαθμός ελευθερίας είναι έκδηλος, αφού το άτομο δεν είναι πια μόνο αυτό που προκαθορίστηκε να είναι από τη γέννησή του. Τα άτομα αυτής της εποχής προσδιορίζονται από εσωτερικούς κανόνες, οι οποίοι μεταδίδονται από τους μεγαλύτερους στους νεότερους και τους κατευθύνουν σε γενικά αποδεκτούς στόχους.
Η εποχή της αμφιβολίας έχει ξεκινήσει. Το άτομο αρχίζει να αναρρωτιέται ποιος πραγματικά είναι και τι θα πρέπει να κάνει με τη ζωή του. Στη λογοτεχνία, βλέπουμε αυτούς τους προβληματισμούς στον μονόλογο που απευθύνει στον Ιησού ο «Ιεροεξεταστής» του Ντοστογέφσκι, κατηγορώντας τον, ανάμεσα σ’όλα τ’άλλα, για την ελευθερία που άφησε στον άνθρωπο και την αγωνία που του γέννησε .
Επακόλουθο ήταν να περιοριστεί η απόλυτη εξουσία της εκκλησίας προς όφελος της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου.
Η γέννηση της αμφιβολίας στο θέμα της ταυτότητας ωθεί τα άτομα στην απεγνωσμένη αναζήτηση του αληθινού, αναγνωρίσιμου και συνεχούς εαυτού. Αρχίζουν οι ανησυχίες μήπως κάποια στοιχεία της ταυτότητας είναι εύθραυστα, πλαστά ή εφήμερα.
Η ανακάλυψη του ασυνειδήτου από τον Freud έρχεται να ματαιώσει την παντοδύναμη άποψη ότι είμαστε κύριοι του εαυτού μας και να εντείνει την κρίση .
Ο Kellner (1992) αναφέρει για την μοντέρνα ταυτότητα ότι γίνεται μια έννοια πιο κινητική, πολυδιάσταστη, ευλύγιστη και αντικείμενο αλλαγής και καινοτομίας. Παρόλ’αυτά δεν παύει να πιστεύει ότι οι μορφές της ταυτότητας ακόμη προέρχονται από καθορισμένους ρόλους και κοινωνικούς κανόνες.
Oι Charles Taylor (1989) και Anthony Giddens (1991) είδαν τον μοντέρνο εαυτό ως μια ευλύγιστη ενότητα. Η ιδέα του εαυτού ως μια ξεχωριστή ατομικότητα, σύμφωνα με τους συγγραφείς, έγινε δυνατή λόγω αυτής της ευλυγισίας που επέτρεψε την ανάπτυξη της αυτονομίας και της επαναφαντασίωσης διαφορετικών ρόλων.
O μοντέρνος κόσμος πίστεψε ότι μειώνοντας την επίδραση της παράδοσης, θα απελευθέρωνε τον άνθρωπο. Όπως και να είχε, το θέμα της ταυτότητας έγινε αντικείμενο συζήτησης και στοχασμού.
Κατά τα τέλη του 18ου αι. εμφανίζονται δύο τάσεις που πολλές φορές συγκρούονται μεταξύ τους. Πρόκειται για τον μοντερνισμό, έτσι όπως διαμορφώθηκε και περιγράψαμε από τον διαφωτισμό και για τον ρομαντισμό, που άνθησε κυρίως στην Γερμανία.
Αν για τους μοντέρνους , τα συναισθήματα ήταν επικίνδυνα, καθώς παρεμπόδιζαν μια ισορροπημένη ζωή ορθών εκτιμήσεων, για τους ρομαντικούς τα έντονα συναισθήματα, η φιλία και ο έρωτας ήταν μία υπόθεση πνευματική.
Οι ρομαντικοί ρίχνουν ο βάρος στο κρυφό, «την αόρατη δύναμη» του Shelley, το «Φωτοβόλο σπήλαιο» του Baudelaire. H ψυχή θεωρήθηκε ο κεντρικός ένοικος της βαθύτερης ενδοχώρας . Η βαθύτερη ενδοχώρα του εαυτού ήταν ήδη αντικείμενο στοχασμού και έμπνευσης από στοχαστές όπως ο Schopenhauer και ποιητές όπως ο Poe.
Ο William Blake, στις αρχές της ρομαντικής περιόδου έθεσε σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την σπουδαιότητα της «απλής εμπειρίας». Υποστήριξε πως σημαντικό για τη ζωή κάποιου δεν ήταν αυτό που γινόταν αντιληπτό απ’τις αισθήσεις αλλά αυτό που φανταζόταν.
Αγαπημένα θέματα για τους ρομαντικούς γίνονται το μυστηριώδες, το φανταστικό και το καταθλιπτικό. Συχνά υμνούσαν το πάθος και την τραγωδία.
Η επιστήμη ήταν αντιρομαντική. Αντλούσε τη δύναμή της από την λογική και την παρατήρηση της απτής πραγματικότητας. Παρόλα αυτά, και ο ρομαντισμός πίστεψε στην έννοια της απόλυτης αλήθειας που ο άνθρωπος θα μπορούσε να κατακτήσει διαμέσου της φιλοσοφίας, της θρησκείας και της τέχνης.
Ίσως, σύμφωνα με τον Gergen (1997), η φήμη του Freud να οφείλεται στο ότι υπήρξε μια μεταβατική μορφή ανάμεσα στις δύο αυτές προοπτικές και στην ικανότητά του που ενοποίησε τις αντιτιθέμενες τάσεις.
Ο ρομαντισμός παρήκμασε κατά τα τέλη του 19ου αι. και οι απόψεις του μοντερνισμού επικράτησαν.



Η μεταμοντέρνα κατάσταση

Ο τίτλος αυτής της ενότητας είναι εμπνευσμένος από το ομώνυμο βιβλίο του Lyotard , στο οποίο ξεκινά από επιστημολογική ανάλυσή του θεωρήματος του Gοdel, την γεωμετρία των fractals κ.ά. για να καταλήξει ότι τα πράγματα οδεύουν προς μια καταστροφική επιστεμολογική θεωρία. Για τον Lyotard, αλλάζει το νόημα της γνώσης. Οι νέες επιστημονικές θεωρίες δίνουν έμφαση στο παράδοξο, στο τυχαίο, στο μη-συνεχές.
Όλα αυτά θα οδηγήσουν τον συγγραφέα στο συμπέρασμα ότι έφτασε το τέλος των μεγάλων θεωριών .
Πολλοί θεωρητικοί του μεταμοντερνισμού, προτιμούν τον όρο μετα-στρουκτουραλισμός ή αντι-δομισμός για να περιγράψουν το ιδιαίτερο αυτό φιλοσοφικό και κοινωνικό πεδίο, και με τον όρο μεταμοντέρνο ορίζουν περισσότερο τις σύγχρονες τάσεις (το στυλ ζωής) που παρατηρείται σήμερα στις δυτικές κοινωνίες.
Οι απόψεις είναι διχασμένες, άλλοι βλέπουν θετικά τον μεταμοντερνισμό, ως ένα κίνημα που σημαίνει το τέλος της κυριαρχίας της αυθεντίας, ενώ άλλοι φοβούνται ότι έφτασε το τέλος του λόγου.
Δεν υπάρχει πια μία αλήθεια. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο μεταμοντερνισμός είναι ενάντια σε κάθε μορφή ορθοδοξίας. Όλα είναι σχετικά. Οι θεωρίες δεν είναι παρά οπτικές γωνίες θέασης του κόσμου.
Ως προς αυτόν τον τομέα της αμφισβήτησης της μοναδικής αλήθειας κλονίζεται ο ορθολογισμός της επιστήμης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι παρόλο που ο μεταμοντερνισμός αποτελεί μια μορφή αφύπνισης από την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει μία μοναδική αλήθεια, δεν παύει, με το να προκαλεί ρίγματα στην ορθολογική σκέψη να επαναφέρει το μη-ορθολογικό, το παράδοξο και το ανεξέλεγκτο στο παιχνίδι.
Το «everything goes» δεν απαγορεύει πια αταίριαστα ως τώρα στοιχεία να σχηματίζουν το όλον. Η κουλτούρα του μεταμοντέρνου είναι ένα μεγάλο παζλ.
Η εμφάνιση του κινήματος εμφανίζεται στην τέχνη πρώτα. Βέβαια, «μεταμοντέρνες» ιδέες «αιρετικών» στοχαστών είχαν εμφανιστεί από τον προηγούμενο ήδη αιώνα.
Στην αρχιτεκτονική, οι λιτές, αυστηρές φόρμες, της μοντέρνας περιόδου που σχεδιάζονταν βάση της λειτουργικότητας τους και μόνο, δίνουν τη θέση τους σε οικιστικά δημιουργήματα, που συνδυάζουν διαφορετικές φόρμες, υλικά και χρώματα, προχωρώντας από την λειτουργική κατασκευή σε ένα παράδοξο, και καμιά φορά προκλητικό για την αισθητική, παιχνίδι.
Στην ζωγραφική, οι φόρμες και τα χρώματα συσχετίζονται και με άλλα στοιχεία. Η μορφή των κολλάζ των Gilbert & George, π.χ., θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι χαρακτηριστικό δείγμα, ενώ ο σουρεαλισμός ένα προμήνυμα.
Στη μουσική, εμφανίζονται μάγματα από διαφορετικούς ήχους-παντρέματα παράδοξα- που συναντάμε στο πολύ δημοφιλές Ethnic ή ήχους που οδηγούν σε εξωσυνειδησιακές καταστάσεις, όπως το κίνημα του Rave.
Στο θέατρο, θα μπορούσαμε, ενδεικτικά, να αναφέρουμε τον Μπέκετ.
Στον κινηματογράφο, όλες οι σπονδυλωτές ταινίες, ή αυτές που δεν ακολουθούν μία γραμμική χρονική πορεία στυλ Ταραντίνο, είναι έκδηλα επηρεασμένες και εκφράζουν αυτό το κλίμα. Σε κάποιες ταινίες, μάλιστα, ο στόχος δεν είναι η κατανόηση της υπόθεσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου -ανορθολογικού-κινηματογράφου αποτελεί η τελευταία ταινία του David Lynch (Μulholland drive) στην οποία εμπλέκονται ρεαλιστικά στοιχεία με μεταφυσικά και παρόλο που η ταινία πήρε πολύ καλές κριτικές και γνώρισε εμπορική επιτυχία, ο ίδιος ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος όταν ρωτήθηκε για την υπόθεση του έργου, απάντησε λακωνικά «όποιος καταλάβει τι έγινε να μου πει κι εμένα» .
Η φαντασίωση μπλέκει με την πραγματικότητα και τα όρια είναι δυσδιάκριτα.
Για τον Jeremy Rifkin, ο μεταμοντερνισμός φέρνει στο προσκήνιο το ασυνείδητο .
Όλα είναι επιτρεπτά και δυνατά να συνδυαστούν, αφού τίποτε από μόνο του δεν έχει νόημα.
Το παιχνίδι αντικαθιστά την φιλοπονία και αυστηρότητα της μοντέρνας περιόδου και η δράση την σκέψη, θα τολμούσαμε να πούμε.
Στην φιλοσοφία της επιστήμης, ως εκφραστής του κινήματος, ο Feyerabent, πρεσβεύει ότι η επιστήμη είναι ένα επικίνδυνο εργαλείο άσκησης εξουσίας. Στον επιστημολογικό αναρχισμό του, αυτό που έχει σημασία, είναι το βίωμα κι όχι η επιστήμη ή η αυθεντία. Με ανάλογο τρόπο αναφερόταν ο Foucault στην γνώση.
Οι κοινωνικές επιστήμες επιστήμες δεν ήταν δυνατόν να μείνουν ανέπαφες. Οι νέες τάσεις οδηγούν όχι στη θεωρητική σύνθεση αλλά στην ανάλυση. Και για την ανάλυση χρειάζεται αποδόμηση των στοιχείων που απαρτίζουν το όλον. Το αντίθετο, δηλαδή, του στρουκτουραλισμού, εξού και η επονωμασία του μεταμοντερνισμού σε μετα-στρουκτουραλισμός.
Μέσα στην αναταραχή που έχει επέλθει, δεν θα ήταν δυνατόν να μην τεθεί σε αμφισβήτηση και η ίδια η έννοια της πραγματικότητας. Καταλήγουμε, υπό το πρίσμα της μεταμοντέρνας αντίληψης, ότι δεν υπάρχει μία μόνο πραγματικότητα.
Αποδόμηση για επανακατασκευή ανάλογα την περσπεκτίβα και σε συνεχή διάλογο με το περιβάλλον.
Ας συνοψίσουμε τα βασικά στοιχεία του μεταμοντερνισμού, αφού αναφερθούμε πρώτα στον μοντερνισμό (από τον οποίο αντλεί το όνομα του δηλώνοντας την σχέση του, μ’έναν τρόπο αμφίσημο, είτε ως διακοπή-είτε ως συνέχεια)
Τα βασικά στοιχεία του μοντερνισμού, όπως προκύπτουν μετά τον Διαφωτισμό είναι:

• Πρόοδος
• Αισιοδοξία
• Ορθολογισμός
• Αναζήτηση της απόλυτης αλήθειας στην επιστήμη, την τεχνολογία, την κοινωνία και την πολιτική
• Φιλοπονία
• Σύνθεση
Ο μεταμοντερνισμός διαφοροποιείται σημαντικά, υιοθετώντας μια μάλλον αντίθετη θέση:
• Απαισιοδοξία
• Ανορθολογισμός
• Ανυπαρξία μιας απόλυτης αλήθειας/ προσομοίωση αντί αυθεντικότητας
• Συσχετισμός
• Αποδόμηση και ανάλυση
• Παιχνίδι

Μέσα σ’ένα τέτοιο πλαίσιο, δεν θα μπορούσε να μείνει ανέπαφη η έννοια της ταυτότητας. Ο στοχασμός στο θέμα του εαυτού θα συνεχιστεί και στους μεταμοντέρνους χρόνους, συνεχίζοντας τον δρόμο που χάραξε η μοντέρνα περίοδος.

Θεωρητικές προσεγγίσεις της μεταμοντέρνας ταυτότητας

Aπό το γεγονός ότι όλοι οι στοχαστές που αναφέρθηκαν στις ιδέες της μεταμοντέρνας εποχής και ταυτότητας-χωρίς ωστόσο να τις ονομάσουν έτσι- πριν την δεκαετία του ’80, θεωρήθηκαν «αιρετικοί» καταλαβαίνουμε ότι η εμφάνιση του μεταμοντερνισμού εκδηλώθηκε αρχικά ως κίνημα, πρωτού το σπηλώσει ο καπιταλισμός. Οι ιδέες τους ήρθαν σε ρήξη με την επικρατούσα ιδεολογία, και όντας μειονοτικές κατάφεραν να φέρουν την καινοτομία. Σήμερα, βέβαια, δεν μπορούμε να μιλάμε για καινοτομία, αφού ο μεταμοντερνισμός έχει εισχωρήσει στην καθημερινότητά μας και από υποκουλτούρα κατάφερε να γίνει η κυρίαρχη κουλτούρα (ή καλύτερα συγκυρίαρχη μαζί με κάποια απομεινάρια της μοντέρνας περιόδου).
Θα ξεκινήσουμε την πραγματεία μας με τους μεγάλους θεωρητικούς από τον αρχαιότερο, τον προσωκρατικό Ηράκλειτο. Η ιδέα ότι τα πάντα ρει, τα πάντα είναι σχετικά, είναι η κεντρική ιδέα τόσο του μεταμοντέρνου κινήματος όσο και του μεταμοντέρνου εαυτού, όπως θα δούμε και παρακάτω. Για τον Ηράκλειτο η ζωή και ο θάνατος, η εγρήγορση και ο ύπνος, ο νέος και ο ηλικιωμένος αναφέρονται στο ίδιο πράγμα. Αυτή την οπτική της ρευστότητας δεν την αντιλαμβάνεται ως αλλαγή της απόλυτης αλήθειας, αλλά ως αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο η απόλυτη αλήθεια, ο Λόγος, εκφράζεται . Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι κάτι ανάλογο με τον Λόγο του Ηράκλειτου είναι το Τάο των Κινέζων-που δεν είναι τίποτε αλλά και τα πάντα, που είναι το ένα αλλά και τα δέκα χιλιάδες πράγματα.
Οι μεταμοντέρνες ιδέες του εαυτού θα επανεμφανιστούν, απ’όσο ξέρουμε, πολύ αργότερα. Ο Nietzsche έγινε ευρύτερα γνωστός για την κριτική που άσκησε με το έργο του στην δυτική παράδοση με τα πιστεύω του για την αλήθεια, την ηθική και τον Θεό.
Ο ήρωας του Ζαρατούστρα απορρίπτει την ύπαρξη του Θεού και στη θέση της τοποθετεί ένα νέο και ανώτερο είδος ανθρώπου που απορρίπτει την υπάρχουσα ηθική
και αποθεώνει την γήινη ζωή, την δράση και τη δημιουργικότητα του ανθρώπου. Ο Νιτσεϊκός άνθρωπος κατασκευάζει την ζωή του όπως ο καλλιτέχνης δημιουργεί το έργο του. Κριτικάρει τον Χριστιανισμό επειδή αντί να προάγει την δραστήρια και δημιουργική ζωή στα άτομα, τα οδηγεί σε ζωές ανούσιες και βαρετές.
Η επίθεση του στην έννοια της αλήθειας θα έχει σημαντική επίδραση στην δημιουργία της μεταμοντέρνας σκέψης. «Τι είναι λοιπόν η αλήθεια; Ένας ευκίνητος στρατός που αποτελείται από μεταφορές, μετωνυμίες, ανθρωπομορφισμούς...και που μετά από μακρά χρήση φαίνεται στους ανθρώπους σαν κάτι σταθερό, κανονικό και υποχρεωτικό: οι αλήθειες είναι ψευδαισθήσεις που κάποιος έχει ξεχάσει πώς είναι ψευδαισθήσεις»
Είναι ακριβώς αυτή η αναφορά του στην ηθελημένη κατασκευή του εαυτού που μας κάνει να υποστηρίζουμε ότι ο Nietzsche ανήκει στους εμπνευστές του μεταμοντέρνου κινήματος. Οι επιρροές που δέχτηκε από τον Schopenhauer για την δύναμη της θέλησης είναι σαφείς στο έργο του. Δυστυχώς, ο μεγάλος στοχαστής κατέληξε στην τρέλα αφού οι ιδέες του ήταν εκτός του πνέυματος της εποχής του και α-κοινώνητες.
Παρόμοια τύχη είχε και ο Αntonin Artaud, ένας από τους μεγαλύτερους εμπνευστές του κινήματος. Η επίδρασή του είναι έκδηλη τόσο στο σύγχρονο θέατρο, στον αντι-στρουκτουραλισμό (με κύριο εκπρόσωπο τον Derrida) αλλά και στην σύγχρονη ταυτότητα. Παραθέτουμε δύο αποσπάσματα του έργου του για να στηρίξουμε αυτήν την πεποίθηση .
«Who am I?
Where do I come from?
I am Antonin Artaud
and if I say it
as I know how to say it
immediately
you will see my present body
fly into pieces
and under ten thousand
notorious aspects
a new body
will be assembled
in which you will never again
be able
to forget me.»

Ο Αrtaud υποστηρίζει στο «θέατρο και το είδωλό του», ότι δεν υπάρχει καμιά απόδειξη ότι η γλώσσα των λέξεων είναι η καλύτερη δυνατή γλώσσα. Έτσι, τόσο στο θέατρο του «το θέατρο της ωμότητας», όσο και στο ποιητικό του έργο προχωράει σε ένα είδος αποδόμησης. Παραθέτουμε το απόσπασμα που αναφέρεται τόσο στην αντίληψη του εαυτού, την οποία μελετούμε εδώ, όσο και στην ιδέα της γλωσσικής αποδόμησης.

I, Antonin Artaud, am my son,
my father, my mother,
my self;
leveller of the imbecile periplum rooted
to the family tree:
the periplum papamummy
and infant wee,
crud from the ass of granmummy
and much more than pa and ma.

Ο Γερμανο-Εβραίος φιλόσοφος Herbert Marcuse άσκησε έντονη κριτική στον τρόπο που επηρέασε ο μοντέρνος κόσμος την κατασκευή της ατομικής ταυτότητας. Για τον συγγραφέα του “One-Dimensional Man” , η επιμονή στο λογικό, την επιστήμη και την πρόοδο, στερούν την ελευθερία της ελεύθερης έκφρασης της ταυτότητας. Ως κατάλληλο περιβάλλον για την καινοτομία και την παρρησία έβλεπε μια πλουραλιστική δημοκρατική κοινωνία.
Ο Michel Foucault, επαναφέρει την έννοια του κοινωνικού υποκειμένου και την αντιπαραθέτει σ’αυτήν του ατόμου-και της εσωτερικής υπόστασής του. Ο εαυτός, υπό αυτήν την έννοια, καθορίζεται, μόνο από τις κοινωνικές σχέσεις και είναι πρωτίστως, πολιτικός. Η έννοια της «ετεροτοπίας» , εμφανίζεται σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ, αν αναλογιστούμε τις ταυτότητες του διαδικτύου.
Περίπου την ίδια εποχή με τον Foucault, ο Guy Debort, ασκούσε κοινωνική κριτική για την Κοινωνία του Θεάματος . Προέβλεψε, ότι η οικονομία στα τέλη του 20ου αι. θα βασιζόταν στην κατανάλωση εικόνων παρά φυσικών αγαθών. Στην κοινωνία του θεάματος η φύση της εμπειρίας αλλάζει. Για τον συγγραφέα, οι σχέσεις θα διαμεσολαβούνται από εικόνες ολοένα και περισσότερο.
Ο Βαudrillard έρχεται στις αρχές της δεκαετίας του ’80 να συμπληρώσει την κριτική της κοινωνίας του θεάματος που άσκησε ο Guy Debort. Η εικόνα, για τον βασικό εκπρόσωπο της μεταμοντέρνας θεωρίας, δεν αναφέρεται στην ουσία, αλλά την αντικαθιστά. Τα ΜΜΕ και η εμφάνιση των νέων τεχνολογιών παίζουν καθοριστικό ρόλο στην πρωτοκαθεδρία των ειδώλων . Αυτή η αντικατάσταση της πραγματικότητας από τα είδωλα καθιστά ένα νέο είδος πραγματικότητας για τον συγγραφέα, την υπερπραγματικότητα (και, θα τολμούσαμε να προσθέσουμε, ένα νέο είδος εαυτού) δηλώνοντας την αντίρρησή του στην ιδέα ότι το είδωλο αποτελεί το αντίθετο του αυθεντικού.
Επίκαιρο φαίνεται το έργο του Goffman “The presentation of self in everyday life” όπου παρουσιάζεται η ζωή ως παράσταση και ο κόσμος ως θέατρο. Ο Goffman δίνει μεγάλη σημασία στις καθημερινές επαφές και στους κοινωνικούς ρόλους που τα άτομα εναλλάσσουν ανάλογα με την κοινωνική περίσταση.
Από τους ψυχαναλυτικούς κόλπους διακρίνουμε κάποιες «μεταμοντέρνες» ιδέες από τους Winnicott, Bion, Lacan, Julia Kristeva και Κορνήλιο Καστοριάδη . Θα αναφερθούμε στα σημαντικότερα σημεία των έργων τους (που σχετίζονται με την έννοια του μεταμοντέρνου εαυτού που εξετάζουμε).
Από το έργο του Winnicott διακρίνουμε τη σημασία που αποδίδει στην πρωταρχική σχέση αντανάκλασης που αναπτύσσει το βρέφος με την μητέρα . Είναι η παρουσία του Άλλου (της μητέρας) που επιβεβαιώνει και διαμορφώνει την ύπαρξη του. Αν η μητρική απάντηση στις ανάγκες αντανάκλασης του βρέφους δεν είναι επαρκείς, τότε, αναπτύσσεται ο «ψευδής εαυτός» , ο εαυτός, δηλαδή, που προσαρμόζεται σ’αυτό που θέλει ο άλλος. Η υποκειμενικότητα δεν έρχεται σε αντίθεση με την αντικειμενικότητα, αλλά μια δημιουργική μεταβατική κατάσταση που συνδέει τον εαυτό με τον άλλον, το εσωτερική εμπειρία με την εξωτερική, την φαντασία με την πραγματικότητα.
O Bion αναφέρθηκε στην σημασία της ονειροπώλησης της μητέρας για το παιδί της, ακόμη και πριν τη γέννησή του και την εκπληρούμενη προφητεία που επιφέρει μέσω της προβλητικής ταύτισης, π.χ. αν η μητέρα αντιλαμβάνεται ότι το παιδί της είναι «δύσκολο» τότε αυτό εκπληρώνει αυτήν της την φαντασίωση/αντίληψη.
Σε όλη την μετα-Κλαϊνική σχολή βλέπουμε αυτήν την ιδιαίτερη σημασία που δίνεται στην δεκτικότητα της ετερότητας. Ενδυναμώνεται η ιδέα ότι ο αναλυτής πρέπει να λειτουργεί ως «καθρέπτης» του αναλυόμενου. Η ασυνείδητη διαδικασία της κατασκευής του νοήματος, τόσο στην Κλαϊνική, όσο και στην μετα-Κλαϊνική θεωρία, είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης του εαυτού και του άλλου.
Aπό το έργο του Lacan διακρίνουμε την σημασία της εμπειρίας της αντανάκλασης από το «σταδίου του καθρέφτη» για την αντίληψη του εαυτού ως μία ενότητα. Το παιδί χτίζει την έννοια του εαυτού του βάση αυτής της εμπειρίας αντανάκλασης του ειδώλου του. Είναι το είδωλο που πιστοποιεί την ενότητά του, που το καθιστά ξεχωριστό από τον υπόλοιπο κόσμο.
Η Julia Kristeva , αποδίδει πρωταρχική σημασία στην δύναμη της φαντασίωσης της ετερότητας για την διαμόρφωση του εαυτού. Για την φεμινίστρια ψυχαναλύτρια, όταν το άτομο έρχεται σε επαφή με την ξενότητα της ετερότητας αγωνιά. Αυτή η εμπειρία αποδομεί τον εαυτό, γιατί τον θέτει υπό αμφισβήτηση και τον ξανακατασκευάζει βάση των φαντασιακών δεδομένων που προέκυψαν από την συνάντηση με τον άλλο.
Είναι ακριβώς, η ξενότητα που δημιουργεί το ψυχικό πεδίο και την φαντασία της ανακατασκευής της ταυτότητας.
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης επανέρχεται στα θέματα της φαντασίας και της αντανάκλασης/αναπαράστασης. Υποστηρίζει, ότι, λόγω της αχαλίνωτης φαντασίας του, το άτομο μπορεί να αναπαριστά αντικείμενα που δεν υπάρχουν σαν να υπήρχαν, να δει το χ στην θέση του ψ, ακόμη και να φαντασιώσει τον εαυτό του ως άλλο .
Μέσα σ’αυτό το θεωρητικό πλαίσιο εκδηλώνεται η νέα έννοια του εαυτού στις δυτικές κοινωνίες. Θα εξετάσουμε τα βασικότερες εκδηλώσεις του.


Χαρακτηριστικά του μεταμοντέρνου εαυτού

Αφού είδαμε τις θεωρητικές απαρχές του μεταμοντέρνου εαυτού, μπορούμε να προχωρήσουμε στην περιγραφή του, έχοντας κατανοήσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίστηκε.
Για τον Glen Ward (1997), η Μαντόνα, είναι η ενσάρκωση του μεταμοντέρνου προτύπου. Εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 (εποχή που αναδύθηκε και ο μεταμοντερνισμός) και η επιτυχία της στηρίχθηκε κατά πολύ στην εικόνα της.
Για τον συγγραφέα, η Μαντόνα δεν είναι παρά μόνο εικόνα, ή ακόμη καλύτερα, ένα σύνολο εικόνων που προκύπτουν από τις συνεχείς μεταμορφώσεις της.
Οι εικόνες της ποικίλλουν. Εμφανίστηκε ως παρθένα και ταυτόχρονα νυμφομανής, ως έφηβη, ως αλάνι των δρόμων αλλά και ως Εβίτα Περόν. Έπαιξε με τις απομιμήσεις των Μέριλυν Μονρόε, Γκρέτα Γκάρμπο, Μάρλεν Ντίτρηχ κ.ά σχηματίζοντας, ανάμεσα σ’όλες τις άλλες, την περσόνα της φαμ-φατάλ.
Η έκδηλη σεξουαλικότητά της είναι επίσης ένα μάγμα. Εμφανίστηκε ως στριπτηζέζ, για κάποιο διάστημα υιοθέτησε μια αρσενικοθήλυκη εικόνα, άφησε σαφή υπονοούμενα για σαδομαζοχιστικά παιχνίδια αλλά και για ομαδικούς έρωτες, ώσπου να καταλήξει στην σημερινή της εικόνα (ως πότε;) ως στοργική μητέρα και σύζυγος.
Ο συγγραφέας αναγνωρίζει ότι πίσω απ’όλες αυτές τις μεταμορφώσεις υπάρχει όλος ο εμπορευματοποιημένος κόσμος του θεάματος. Παρόλ’αυτά, πιστεύουμε, ότι δεν είναι τυχαία αυτή της η επιτυχία που διανύει την τρίτη δεκαετία. Εναρμονίζεται απόλυτα με το κλίμα των καιρών.
Ένα άλλο έξοχο παράδειγμα, αυτή τη φορά από τη λογοτεχνία είναι «Η μεταμόρφωση» του Κάφκα, όπου βλέπουμε το εγώ του ήρωα από νορμάλ, ενοποιημένο, ορθολογικό και παραγωγικό να περνά στην κατάσταση του παράδοξου, υπερφυσικού και μεταορθολογικού.
Στο βιβλίο του Gergen «Ο κορεσμένος εαυτός» βρίσκουμε πολλά παραδείγματα της νέας ταυτότητας. Ο συγγραφέας αναφέρεται περισσότερο σε Αμερικανούς, αλλά, με την πολιτισμική κυριαρχία της Αμερικής, μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο ότι τα παραδείγματα αυτά αφορούν και στο υπόλοιπο του δυτικού πληθυσμού.
Περιγράφει ανθρώπους που μετακινούνται συνεχώς, συζύγους που μπορεί να κατοικούν σε διαφορετικές χώρες, ανθρώπους που μεταμορφώνονται ανάλογα με την περίσταση-υιοθετώντας περσόνες αντιφατικές μεταξύ τους.
Η βιβλιογραφία αναφέρεται εκτενώς στο νέο αυτό τύπο εαυτού που εμφανίστηκε συλλογικά από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 αρχικά στην Αμερική για να εξαπλωθεί και στην Ευρώπη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Αυτοί οι εαυτοί εμφανίζονται ως:
• συσχετιστικοί ή «διαλογικοί» , παρά ατομικοί
• σε μία συνεχή αποδόμηση και επαναδόμηση
• μη συνεκτικοί και άρα μη προβλέψιμοι
• ανεξάρτητοι από κάποιον συγκεκριμένο γεωγραφικό προσδιορισμό
• νομαδικοί
• βασίζονται στη φαντασία αντί της λογικής
• παιχνιδιάρικοι και επικεντρωμένοι στο παρόν

Ας δούμε αναλυτικότερα αυτά τα χαρακτηριστικά.
Ο συσχετισμός του μεταμοντερνισμού εκφράζεται και στο επίπεδο της ταυτότητας.
Αντίθετα με το παρελθόν, οι κοινωνικές σχέσεις σήμερα έχουν πολλαπλασιαστεί δραματικά, και δεν είναι προκαθορισμένες. Το άτομο είναι ελεύθερο να επιλέξει με ποιες κοινωνικές ομάδες θα συνεβρεθεί.
Είναι οι σχέσεις, είναι ο άλλος που εισάγει την σύγκρουση με την ετερότητα του και την διαφορετική οπτική που οδηγεί σε μια συνεχή αναθεώρηση της ταυτότητας.
Οι πολλές σχέσεις και πολλές οπτικές είναι που διαμορφώνουν αυτό το ταυτοτικό παζλ. Ο άλλος είναι το πέρασμα για μια συνεχή μετ-ουσίωση.
Ο Lerner χρησιμοποιεί τον όρο «εναίσθηση» για να περιγράψει την ικανότητα του ατόμου να φαντάζεται τον εαυτό του στη θέση κάποιου άλλου και θεωρεί αυτή την ικανότητα βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης κοινωνικής ζωής.
Οι τεχνολογίες παίζουν σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη εξάλειψη του ατομικού εαυτού. ξαθώς συνδεόμαστε ολοένα και περισσότερο με το κοινωνικό περιβάλλον μας καταλήγουμε στο τέλος να το εκφράζουμε. Σύμφωνα με τον Gergen, πρόκειται για ένα είδος «εποικισμού του εαυτού».
Το σκέφτομαι άρα υπάρχω, έρχεται να αντικατασταθεί με το επικοινωνώ (ή είμαι συνδεδεμένος) άρα υπάρχω και αναδυόμαστε όλο και περισσότερο ως κάτοχοι πολλών φωνών.
Από τη στιγμή που το άτομο μετ-ουσιώνεται συνεχώς μέσω των κοινωνικών σχέσεων, καταλύεται η πίστη ότι ο εαυτός είναι αναλλοίωτος και σχηματίζεται η ιδέα ότι ο εαυτός βρίσκεται σε μία συνεχή διαπραγμάτευση και διαρκή αμφισβήτηση που τον καθιστούν ρευστό και συνεχώς διαμορφώσιμο. Ο κοινωνιολόγος Louis Zurcher χρησιμοποιεί την έννοια του μεταβλητού εαυτού (mutable self) για να περιγράψει την αλλαγή του στόχου της έννοιας του εαυτού απ’την «σταθερότητα του εαυτού» (ο εαυτός ως αντικείμενο) στην «αλλαγή του εαυτού» (ο εαυτός ως διαδικασία).Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο «μεταβλητός εαυτός» είναι ανοιχτός απέναντι σε κάθε πιθανή εμπειρία και χαρακτηρίζεται από ανεκτικότητα, έλλειψη προκαταλήψεων και προσαρμοστικότητα. Θεωρεί ότι αυτή η κατάσταση γεννά ένα είδος ναρκισσισμού, αφού η καθημερινή ζωή κατακλύζεται από την αναζήτηση της αυτο-ικανοποίησης και οι άλλοι γίνονται απλά σκεύη εξυπηρέτησης αυτών των ορμών.
Αν δούμε το ζήτημα φιλοσοφικά, αυτή η αλλαγή εμπεριέχει την άρνηση της ουσιοκρατίας. Ο εαυτός δεν έχει κάποιο κρυφό πυρήνα πλέον. Κατασκευάζεται και εκφράζεται βάση των διαφορετικών μορφών και συμπεριφορών. Ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα να επέμβει, τόσο σε φυσικό επίπεδο (αλλάζοντας μορφή με την βοήθεια της πλαστικής χειρουργικής) όσο και στο ψυχικό. Από παθητικός δέκτης του θεϊκού ή κοινωνικού καθορισμού, το άτομο παίρνει την ευθύνη της ατομικότητάς του.
Ο εαυτός παύοντας να είναι βασισμένος στην μία και απόλυτη αλήθεια εμφανίζεται ως παζλ από πολλά κομμάτια, πολλές φορές, ασύμφωνα μεταξύ τους.
Αυτό επιτεύχθηκε, επίσης, με την πίστη ότι αντί να είμαστε προκαθορισμένοι από γενετικούς παράγοντες, αυτό που είναι καθοριστικό είναι η θέληση του ίδιου του ατόμου που εκφράζεται με τις επιλογές που κάνει στο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων. Στον τομέα της κοινωνικής ψυχολογίας και επικοινωνίας, η μελέτη των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων ποτέ δεν ήταν τόσο ενεργή όσο σήμερα, ενώ στον χώρο της κλινικής ψυχολογίας, το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από το άτομο στο περιβάλλον του.
Τα αποτελέσματα της ανυπαρξίας της μίας και απόλυτης ατομικής αλήθειας και της κυριαρχίας του συσχετιστικού εαυτού εκφράζονται πολύ εύστοχα, κατά τη γνώμη μας, στο παράδειγμα που παραθέτει ο Jeremy Rifkin
«Υπάρχει τέτοια σύγχυση που οι έφηβοι στις πλούσιες γειτονιές και στα προάστια των βιομηχανικών χωρών, τελειώνουν όλο και πιο συχνά τις προτάσεις τους σε έναν ελαφρώς υψωμένο τόνο φωνής και με έναν πιο διστακτικό τρόπο, υπονοώντας ότι όλα όσα λένε έχουν περισσότερο τη μορφή της ερώτησης παρά της δήλωσης. Αυτή η διαδεδομένη τακτική- γνωστή ως upspeak- έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον ψυχολόγων και κοινωνιολόγων, οι οποίοι αναρωτιούνται εαν είναι σύμπτωμα της αλλαγής που συντελείται από τον αυτόνομο προς τον συσχετιστικό εαυτό».
Εφόσον η έννοια της αλήθειας έχει υποστεί ρήγμα, δεν θα μπορούσε να μην συμπαρασύρει και την έννοια του ψέματος. Αφού δεν υπάρχει αλήθεια, τότε δεν υπάρχει και ψέμα. Κάποτε η συμπεριφορά και οι στάσεις του ατόμου ήταν προβλέψιμες. Σε περίπτωση παρέκκλισης, η κοινωνία δεν ήταν ανεκτική μαζί του, θεωρώντας ότι το άτομο προσποιούταν και εξέφραζε ένα ψέμα προκειμένου να παραπλανήσει υποκινούμενο από κίνητρα προσωπικού συμφέροντος. Σήμερα, τα άτομα έχουν γίνει απρόβλεπτα, αφού συνεχώς μεταβάλλονται και δεν χαρακτηρίζονται από μία συνεκτική και αναγνωρίσιμη (άρα προβλέψιμη) ταυτότητα. Κάτι τέτοιο, σήμερα, είναι απόλυτα φυσιολογικό και κοινωνικά ανεκτό.
Οι νέες τεχνολογίες έχουν συμβάλλει στην αλλαγή της αναπαράστασης του τόπου και του χρόνου, όπως αναφέραμε και στην εισαγωγή. Μέσω του διαδικτύου, ο καθένας μας μπορεί να συνομιλεί με οποιον θέλει απ’οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη. Θα μπορούσε να μην έχει καν σταθερό τόπο διαμονής, αλλά μέσω της ηλεκτρονικής διεύθυνσης και των κινητών τηλεφώνων να μην χάνει τις κοινωνικές επαφές του.
Τα μέσα συγκοινωνιών συνεχώς εξελίσσονται μειώνοντας αισθητά τους χρόνους της γεωγραφικής πρόσβασης ενώ οι τιμές γίνονται ολοένα και πιο προσιτές ώστε ο καθένας να μπορεί να τα χρησιμοποιεί. Σύμφωνα με την Arianna Dagnino τα μόντεμ, οι φορητοί υπολογιστές, οι ψηφιακές βιντεοκάμερες, τα δορυφορικά κινητά τηλέφωνα δεν είναι τίποτε άλλο παρά χρήσιμες ηλεκτρονομηχανικές προεκτάσεις του σώματός μας που έχουν τη δυνατότητα να συνδέουν τον με ολόκληρο τον κόσμο, με το πλανητικό χωριό. Για την συγγραφέα αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση μιας νεονομαδικής φυλής, δυτικής προέλευσης, που διακρίνεται επειδή δεν μετακινείται λόγω επιβίωσης, αλλά λόγω της συνεχούς αναζήτησης ενός δικτύου ανοιχτών, ρευστών και ευέλικτων κοινοτήτων στις οποίες άνθρωποι και ιδέες μπορούν να κινούνται «σύμφωνα με την αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων, σε συνεχή όσμωση ανάμεσα στο μέσα και στο έξω».
Ποτέ οι άνθρωποι δεν ταξίδεψαν τόσο πολύ όσο σήμερα. Ο σύγχρονος νομαδισμός έγκυται σε ταξίδια πραγματικά και δυνητικά. Η εμφάνιση του υπαρξιακού νομαδισμού είναι κάτι πρωτόγνωρο στην ανθρώπινη ιστορία. Ίσως πάντα υπήρχε η ανάγκη αλλά να μην υπήρχαν τα μέσα. Για την λογοτέχνη, Marguerite Yoursenar , υπάρχει έμφυτη στον άνθρωπο η επιθυμία της μετανάστευσης όπως και στα πουλιά.
Η κινητήρια δύναμη του νεονομάδα είναι η υιοθέτηση εκείνης της στάσης που θα βοηθήσει να τεθεί υπό αμφισβήτηση η ήδη υπάρχουσα δομή του εαυτού και να επαναδομηθεί σύμφωνα με τα νέα δεδομένα.
Μέσα σ’όλο αυτό το ατομικό συνεχές γίγνεσθαι, η φαντασία παίζει σημαντικό ρόλο για την αυτοδημιουργία. Ανασύρεται από την ρομαντική περίοδο για να ξαναβρεθεί σε κυρίαρχη θέση σήμερα. Ξεκινάμε από την φαντασίωση (εως αν είμασταν άλλοι), για να ενσαρκώσουμε τελικά νέα στοιχεία. Έχουμε τη δυνατότητα να παίξουμε σε μία τεράστια γκάμα ρόλων, π.χ. στους διαδικτυακούς χώρους συζήτησης-όπου είμαστε ανώνυμοι και αόρατοι, ουσιαστικά κάνοντας μία πρόβα ζωής, απ’όπου θα επιλέξουμε τους επιθυμητούς ρόλους και θα απορρίψουμε άλλους.
Μέσα σ’αυτές τις συνθήκες ευνοείται το εφήμερο. Ο μεταμοντέρνος εαυτός ενδιαφέρεται πρωτίστως για το παρόν. Από την στιγμή που παύει να υπάρχει αυτή η αίσθηση της συνέχειας και συνοχής, που ως τώρα τον έκαναν αναγνωρίσιμο, το παρελθόν δεν χρειάζεται πια ως σημείο αναφοράς. Όσο για το μέλλον, αυτό είναι εντελώς αβέβαιο, αφού δεν υπάρχει ο συγκεκριμένος στόχος (χαρακτηριστικός της μοντέρνας περιόδου) να προσανατολίζει τις συμπεριφορές.
Εφήμερο και φανταστικό, αλλαγή ρόλων, ανυπαρξία της αλήθειας, ασαφές μάγμα πραγματικοτήτων, είναι χαρακτηριστικά στοιχεία του παιχνιδιού. Η νέα έννοια του εαυτού εμπεριέχει το παιχνίδι, και θα τολμούσαμε να πούμε και ένα είδος παλιμπαιδισμού, σε αντίθεση με την αυστηρή φιλοπονία της μοντέρνας περιόδου. Η αναζήτηση νέων εμπειριών είναι μεγάλης σημασίας για τον μεταμοντέρνο άνθρωπο. Είναι τόσο έντονο αυτό το φαινόμενο που βλέπουμε να ανθίζει ένας νέος εμπορικός κλάδος που εμπορεύεται νέες εμπειρίες που στόχο έχουν την δημιουργία έντονων συναισθημάτων (π.χ. δύσκολα εξωτικά ταξίδια, new-age τεχνικές κ.ά.). Η βιωματικότητα, έχει ως στόχο την αναζήτηση νέων τρόπων ύπαρξης στο εδώ και τώρα. Βλέπουμε μια έξαρση του ηδονισμού που εκφράζεται με την επιφανειακή και άμεση απόλαυση .
Όλα αυτά έχουν άμεσες συνέπειες και στην διαμόρφωση μιας νέας ηθικής. Δεν υπάρχει πια κανένας συγκεκριμένος κώδικας ηθικής. Η ηθική προσωποποιείται, κατασκευάζεται ανάλογα με τις βιωματικές εμπειρίες και εξατομικεύεται. Παρατηρείται έκπτωση των αξιών. Ο μεγάλος θεωρητικός επικριτής του μεταμοντερνισμού, Fredric Jameson υποστηρίζει επί του προκειμένου, ότι, όταν όλα ισχύουν (“everything goes”) τίποτα δεν έχει ιδιαίτερη αξία.
Σίγουρα, ένα από τα βασικά γνωρίσματα της σύγχρονης ταυτότητας είναι η ευκαμψία των ορίων. Η σύγχυση μεταξύ πραγματικού και δυνητικού ή πλασματικού, εικόνας και ουσίας, του εαυτού και του άλλου.
Μια τέτοια κατάσταση παρουσιάζεται στην ψύχωση και ιδιαίτερα στην σχιζοφρένεια. Ο σχιζοφρενής έχει διαστρεβλωμένη εικόνα για την περατότητα του σώματός του. Μοιάζει σαν να μην γεννήθηκε ποτέ, σαν να βρίσκεται ακόμη στην κατάσταση της απόλυτης ενότητας με το περιβάλλον. Διακρίνεται επίσης από την σύγχυση της πραγματικότητας και της φαντασίωσης. O Jameson (1991) ισχυρίζεται αυτήν την αντιστοιχία της μεταμοντέρνας ταυτότητας και της σχιζοφρενικής κατάστασης, λέει χαρακτηριστικά: «είμαστε σχεδόν ανίκανοι (σαν τους σχιζοφρενείς) να ενοποιήσουμε το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της βιογραφικής εμπειρίας ή της ψυχικής μας ζωής». Σ’αυτήν την προοπτική αντιτίθεται η άποψη του David Harvey σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να νοηθεί το άτομο σήμερα ως αλλοτριωμένο-με την Μαρξιστική έννοια-αφού η αλλοτρίωση προϋποθέτει την αντίληψη ενός συνεκτικού εαυτού κι όχι ενός ασυνάρτητου (μεταμοντέρνου) εαυτού.

Επίλογος

Η εμφάνιση του μεταμοντερνισμού αλλά και της μεταμοντέρνας έννοιας του εαυτού εμφανίστηκαν αρχικά ως ένα μειονοτικό κίνημα εμπνευσμένο από κάποιους «αιρετικούς» στοχαστές, με σκοπό την άσκηση κριτικής στα δεινά που είχε επιφέρει ο μοντερνισμός στα τόσα χρόνια κυριαρχίας του. Σήμερα, δεν αποτελεί πλέον κίνημα και έχει γίνει ευρέως αποδεκτός από την πλειονότητα του δυτικού πολιτισμού, με αποτέλεσμα να υποστεί τις αλλοιώσεις των αρχικά «αθώων» αιτήματων του.
Για τον Miller , στα πρώτα βήματα του μεταμοντέρνου κινήματος ακόμα, η ικανότητα του άτομου να κινηθεί ανάμεσα σε πολλαπλές μορφές πνευματικότητας είναι μια εμπειρία τρομερά απελευθερωτική. Δεν είμαστε σίγουροι αν θα υποστήριζε το ίδιο σήμερα, που παρόλο που το μεταμοντέρνο κίνημα αρχικά οραματιζόταν την απουσία της μίας και μόναδικής αρχής-αλήθειας, γρήγορα εγκαθίδρυσε μία παντοδύναμη αρχή, αυτήν της αγοράς (Βασικότερος εκπρόσωπος αυτής της κριτικής του μεταμοντερνισμού είναι, κατά τη γνώμη μας, ο Jameson).
Δεν αναφερθήκαμε σε κάποιους σημαντικούς θεωρητικούς που συμμετείχαν με τον στοχασμό τους στην διαμόρφωση ή στην κριτική του μεταμοντερνισμού (π.χ. τους Deleuze & Guattari , Paul Virilio, Bruno Latour κ.ά), καθώς επιχειρήσαμε να παρουσιάσουμε την έννοια του μεταμοντέρνου εαυτού με έναν τρόπο όσο πιο συνοπτικό γίνεται, δεδομένου του συγκεκριμένου πλαίσιου.
Βιβλιογραφία

Artaud Antonin, (1965), "Here Lies", in: Jack Hirschman ed., Artaud Anthology, San Francisco

Artaud Antonin, (1972),  Artaud the Mômo, Caterpillar , 18Bion Wilfried, (1962) Learning from experience, London:Maresfield

Attali, Jacques, (1998), Le dictionnaire du XXIe siecle, Paris: Fayard

Baudrillard Jean, (1983), Simulations, New York: Semiotexte

Baudrillard, Jean (1993), Symbolic exchange and death  (trans. by Iain Hamilton Grant), London: Sage

Debort Guy (1986) Η κοινωνία του Θεάματος, Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος (πρ.έκδ.1967)

Devereux, Georges, (1970), Essais d’ethnopsychiatrie generale, Paris:Gallimard

Dostoyefsky  Fiodor, (1999), «Αδερφοί Καραμαζώφ», ΑθήναΠατάκης

Elliott Antony, (1996), Subject to ourselves: Social theory, psychoanalysis and postmodernity, London: Polity Press
Foucault  Michel, (1984 ), Le Souci de soi: histoire de la sexualite 3 , Paris: Gallimard
Foucault Michel, "Des Espace Autres,” Architecture /Mouvement/ Continuité, Octobre, 1984, Paris
Freud Sigmund, (1919), L’inquetante etrangete, στο Freud Sigmund, (1985) “L’inquetante etrangete et autres essais”, Paris:Gallimard
Gergen Kenneth (1997) “Ο κορεσμένος εαυτός”, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Giddens, Anthony (1991). Modernity and Self-Identity. Cambridge: Polity Press
Goffman Erwing, (1973), La mise en scene de la vie quotidienne, Paris: Les editions de Minuit (α΄ εκδ. 1959).
Harvey David, (1990), The Condition of Postmodernity, New York: Blackwell

Hermans Hubert  et al. “The dialogical self”, in The American Psychologist, January, 1991

Jameson Fredric, (1991), Postmodernism, or, The cultural logic of late capitalism, Durham : Duke University Press

Καstoriades Kornelius The state of the subject, in Thesis Eleven, 1989, 24

Kellner Douglas (1992), Popular culture and the construction of postmodern identities, in S. Lash & J. Friedman(eds) “Modernity and Identity”, Oxford: Basil Blackwell (141-177)
Kristeva Julia, (1988), Etrangers a nous memes, Paris:Gallimard
Lerner D., (1958), The passing of traditional society: Modernizing the middle east, Glencoe III: Free Press
Lyotard, Jean Francois, (1979), La situation postmoderne, Paris: Editions de Minuit
Marcuse Herbert, (1991), One-Dimensional Man, London: Routledge
Mautner Thomas (ed), (1996), The Penguin Dictionary of Philosophy, London: Penguin
Miller David ,(1974), The new polytheism, New York:Harper and Row
Ναυρίδης Κλήμης  και Χριστάκης Νικόλας (επιμ.), (1997),Ταυτότητες, Αθήνα: Καστανιώτης
Nietzsche Friedrich, (1924), Τάδε έφη Ζαρατούστρας : ένα βιβλίο για όλους και για κανένα, μτφρ. Λ. Κουκούλας, ΑθήναΒασιλείου
Nilson Herman, (1998), Michel Foucault and the games of truth, Hampshire : Macmillan
Riesman David (1950) The Lonely crowd, New Heaven: Yale university Press
Rifkin J, Πρόσβαση: Το νέο όνομα του πλούτου, NPQ (ελλ.έκδ.), Χειμώνας 2001,11, (18-37)
Rifkin Jeremy, (2001), H νέα εποχή της πρόσβασης, Αθήνα: Λιβάνης (αγγλ. έκδ.2000)
Schopenhauer Arthur (196-), Ο κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση, μτφρ. Αχ. Βαγενά,
Αθήνα: Αναγνωστίδης
Taylor, Charles (1989). Sources of the Self. Cambridge, MA: Harvard University Press
Yourcenar Marguerite, (1991), Le tour de la prison, Paris: Gallimard
Ward Glen, (1997), Postmodernism, London: Hodder Headline Plc
White Daniel & Hellerich Gert, (1998), Labyrinth of the mind: The self in the postmodern age, New York: Albany
Winnicott Donald, (1958), Collected papers: Through paediatrics to psychoanalysis, London: Tavistock
Ιστοσελίδες
http://www.hydra.umn.edu/artaud/gobbets.html (για τον Αρτώ) (25/05/02)
http://foucault.info/documents/foucault.heteroTopia.en.html (για την «ετεροτοπία» του Foucault) (28/05/02)
www.stelarc.va.com.au (για το κυβερνοσώμα) (03/05/02)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου